- σκελῶν
- σκέλλωdry upfut part act masc nom sg (attic epic doric)σκέλοςlegneut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
полоть — I полоть ж., полть половина свиной, бараньей туши , укр. пiвть, пiлть ж., также полоть, род. п. пiлтя (Брандт, РФВ 23, 302), блр. поўць, др. русск. полоть, полъть кусок, пласт, туша (Срезн. II, 1148), словен. рlа̑t, ȋ ж. разрубленные половины … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
διασκέλισμα — το 1. το άνοιγμα τών σκελών κατά τη βάδιση 2. η δρασκελιά 3. η διάβαση πάνω από κάτι … Dictionary of Greek
δρασκελιά — και αδρασκελιά και δρασκελισιά και δρασκέλα, η και δρασκέλισμα, το 1. ο διασκελισμός, το άνοιγμα των σκελών 2. η απόσταση μεταξύ δύο ανοιγμένων ποδιών, βήμα 3. μέτρο μήκους ενός μέτρου περίπου 4. πολύ μικρή έκταση γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + σκελιά] … Dictionary of Greek
θηλυφόνος — (thelyphonus). Γένος δηλητηριωδών αραχνοειδών της οικογένειας των θηλυφονιδών. Το πρώτο ζεύγος των σκελών του απολήγει σε δακτυλιωτό πόδι, όμοιο με μαστίγιο. Η κοιλιά του αποτελείται από δώδεκα δακτύλιους· από αυτούς οι τρεις τελευταίοι στενεύουν … Dictionary of Greek
ισοσκέλιση — η [ισοσκελίζω] 1. η ισότητα δύο σκελών 2. (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) η εξίσωση εσόδων και εξόδων … Dictionary of Greek
καλύπτρα — η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) [καλύπτω] 1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα 2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο («ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κοχώνη — κοχώνη, ἡ (Α) 1. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο 2. (στον δυϊκ.) τὰ κοχώνα οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. χώνη «χοάνη, χωνί» με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ανάλογος ο αρχ. ινδ. τ. jaghάnam «γλουτός»] … Dictionary of Greek
λαβιδόμετρο — το εργαλείο σχήματος διαβήτη ή γωνιομέτρου, το οποίο είναι προσαρμοσμένο στα σκέλη λαβίδας και δείχνει τον βαθμό διαστάσεως τών σκελών της … Dictionary of Greek
λεπίωση — η γεωλ. σύνθετη τεκτονική διεργασία που αποτελεί είδος εφίππευσης και κατά την οποία δημιουργούνται μονοκλινικές ακολουθίες στρωμάτων και περιοδικές επαναλήψεις τών κανονικών σκελών τών πτυχών, συνήθως κατά την ίδια σειρά, αλλ. δομή κατά λέπη … Dictionary of Greek